- πολυστίχων
- πολύστιχοςof many linesmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύστιχος — η, ο / πολύστιχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαρτίζεται από πολλούς στίχους (α. «πολύστιχο ποίημα» β. «τὴν πολύστιχον καὶ πολύολβον ἐπιστολήν», Στουδ. θεόδ.) 2. (κατ επέκτ.) διεξοδικός, σχοινοτενής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πολύστιχο βοτ.… … Dictionary of Greek